- συγγράφω
- ΝΜΑ [γράφω]γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.)νεοελλ.1. συντάσσω κείμενο2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέαςαρχ.1. σημειώνω, καταγράφω2. περιγράφω («τὸ μὲν δὴ εἶδος ὁποῑόν τι ἔχει ἡ κάμηλος, ἐπισταμένοισι τοῑσι Ἕλλησι οὐ συγγράφω», Ηρόδ.)3. (ειδικά) συνθέτω λόγο τον οποίο πρόκειται άλλος να απαγγείλει («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Ισοκρ.)4. συντάσσω σχέδιο ψηφίσματος νόμου που θα υποβληθεί σε ψηφοφορία («ἄνδρας οἵ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, καθ' οὓς πολιτεύσουσι», Ξεν.)5. αναπαριστώ κάτι σε ζωγραφιά, απεικονίζω6. ζωγραφίζω μαζί με κάποιον άλλο7. (για αρχιτέκτονα) σχεδιάζω τις λεπτομέρειες8. απόλ. υπογράφω συνθήκη («ἔπειτα... ξυνεχώρησαν ἐφ' οἶς ἠξίουν καὶ ξυνεγράψαντο», Θουκ.)9. μέσ. συγγράφομαια) φροντίζω να καταγραφεί κάτιβ) συντάσσω συμβόλαιο ή ομόλογο10. παθ. καταχωρίζομαι, εγγράφομαι11. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ συγγεγραμμένοςαυτός που είναι δεσμευμένος με συμβόλαιο12. (η μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ συγγεγραμμένοιοι συμβαλλόμενοι13. φρ. α) «συγγράφομαι εἰρήνην» — καταγράφω τους όρους τής ειρήνης (Ισοκρ.)β) «πατέρες συγγεγραμμένοι»(στους Ρωμαίους) οι συγκλητικοί (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.